ιππόλοφος

ιππόλοφος
ἱππόλοφος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει λοφίο με τρίχες αλόγου
2. φρ. (μτφ. με κωμ. σημασία) «ἱππόλοφοι λόγοι» — αλογότριχες, λόγια σαν λοφία με τρίχες αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + λόφος «λοφίο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἱππόλοφος — with horsehair crest masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππολόφου — ἱππόλοφος with horsehair crest masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππολόφους — ἱππόλοφος with horsehair crest masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππολόφων — ἱππόλοφος with horsehair crest masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

  • ιππολοφία — ἱππολοφία, ἡ (Α) [ιππόλοφος] η χαίτη τού ίππου …   Dictionary of Greek

  • λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”